ἐκβλαστήσει

ἐκβλαστήσει
ἐκβλάστησις
shooting
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐκβλαστήσεϊ , ἐκβλάστησις
shooting
fem dat sg (epic)
ἐκβλάστησις
shooting
fem dat sg (attic ionic)
ἐκβλαστάνω
shoot
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐκβλαστάνω
shoot
fut ind mid 2nd sg
ἐκβλαστάνω
shoot
fut ind act 3rd sg
ἐκβλαστέω
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐκβλαστέω
fut ind mid 2nd sg
ἐκβλαστέω
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προεξάνθημα — τὸ, Α [προεξανθῶ] αυτό που έχει εκβλαστήσει πρόωρα …   Dictionary of Greek

  • τήξη — Η μετάβαση μιας ουσίας από την κατάσταση του στερεού στην κατάσταση του υγρού. Κάθε ουσία κάτω από σταθερή πίεση έχει μια χαρακτηριστική θερμοκρασία τ. ή σημείο τήξης. Ο προσδιορισμός του σημείου τ. έχει μεγάλη σημασία στην οργανική χημεία για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”